- υδραντλία
- ηαντλία νερού, τρόμπα, αντλία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδραντλία — Βλ. λ. αντλία. * * * η, Ν αντλία νερού, κν. τρόμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + αντλία. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό] … Dictionary of Greek
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
σύριγγα — I Όργανο που βρίσκεται κοντά στη διακλάδωση της τραχείας όλων σχεδόν των πουλιών και προορίζεται για την παραγωγή των ήχων, επειδή ο λάρυγγας δεν είναι διαμορφωμένος για τον σκοπό αυτό. Είναι προικισμένη με μύες που βρίσκονται στην τραχεία και… … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek
Αγιουτάγια — (Ayutthaya). Πόλη (78.000 κάτ. το 2002) της Ταϊλάνδης, πρωτεύουσα της επαρχίας Φρα Ναχόν Σι, άλλοτε πρωτεύουσα της χώρας. Βρίσκεται στην κεντρική περιοχή της χώρας, σε απόσταση 70 χλμ. από την πρωτεύουσα. Είναι μεγάλο αγροτικό κέντρο παραγωγής… … Dictionary of Greek
απόδοσης, βαθμός — Αριθμός αδιάστατος, μικρότερος της μονάδας, που εκφράζει τον λόγο μεταξύ δύο φυσικών μεγεθών που μετριούνται με την ίδια μονάδα μέτρησης. O αριθμητής αντιπροσωπεύει το ωφέλιμο μέγεθος, ενώ o παρονομαστής το διαθέσιμο μέγεθος. Στον τεχνικό… … Dictionary of Greek
τρόμπα — τρόμπα, η και τρούμπα, η (λ. ιταλ.) 1. αντλία, υδραντλία: Βγάζει νερό με την τρόμπα. 2. σάλπιγγα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)